διαμετρητήρας

διαμετρητήρας
[-ήρ (-ήρος)] ο калибр (инструмент)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "διαμετρητήρας" в других словарях:

  • διαμετρητήρας — ο όργανο με το οποίο μετριέται η διάμετρος διαφόρων αντικειμένων και ειδικότερα τού κοίλου τής κάννης πυροβόλων όπλων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»